Οι τελευταίες Πεντάρες

Οι τελευταίες Πεντάρες

 Ένα τάμα και μια υπόσχεση στην αγαπημένη του Νίκη και τον παππού του  στέλνουν τον Σπυρίδωνα από το Λονδίνο στην Πρέβεζα. Η επίσκεψη γίνεται αφορμή να γνωρίσει μια άλλη πλευρά του παππού του. Η εικόνα με την οποία μεγάλωσε θρυμματίζεται. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Σκέψεις και καλά κρυμμένα μυστικά.

  Ανοίγει σιγά - σιγά  η κουρτίνα της λήθης που σκέπασε την πόλη και όσα έγιναν την εποχή εκείνη. Μια πόλη που χωρίστηκε στα δύο. Μια εποχή όπου επικράτησε η αλόγιστη βία. Ανθρώπινες σχέσεις που δοκιμάστηκαν. Ο φόβος που απλώθηκε παντού. Η σιωπή που έκλεισε τα στόματα των περισσότερων.

     Όλα αυτά ως τη στιγμή που φτάνει ο Σπυρίδων. Όλοι πια ξύνουν τις πληγές και τη μνήμη τους. Αναφέρονται σε πάθη και αδυναμίες. Στην απρονοησία και τον φανατισμό. Σε όνειρα και προσδοκίες. Σε συγκρούσεις και απογοητεύσεις. Στον πόνο και την ερήμωση της πόλης. Σε έρωτες που πόνεσαν αλλά και ξεπέρασαν τις αντιθέσεις.

    Οι ανθρώπινες σχέσεις που δοκιμάζονται σε καιρούς εμφύλιας σύγκρουσης, τυφλής βίας.

Γράφει:  Ο Κώστας Τραχανάς

   Παργινόσκαλα. Μια περιοχή της Πρέβεζας. Ένας τόπος στοιχειωμένος. Οσμή θανάτου παγώνει τον τόπο. Το άδικο αίμα που χύθηκε, βρικολάκιασε όλους  τους κατοίκους της πόλης. Αν μπορούσε κανείς να ζυγίσει την Ιστορία της Παργινόσκαλας, ο τόπος της Πρέβεζας, θα βούλιαζε μέσα στον Αμβρακικό…

   Οι άνθρωποι γίνονται λύκοι για τους ανθρώπους …

   Αυτό που έγινε στην Παργινόσκαλα ήταν μια  τραγική ιστορία, όμως η σιωπή που επικράτησε μετά την Παργινόσκαλα ήταν μεγάλη. Για δεκαετίες η πόλη της Πρέβεζας είχε πάρει γομολάστιχα και προσπαθούσε να σβήσει τα ίχνη που άφησε αυτή η περίοδος του Σεπτεμβρίου 1944, την  εκτέλεση των ανταρτοεπονιτών στην Παργινόσκαλα. Οι Πρεβεζάνοι θάβουν βαθιά στα σκοτεινά ερμάρια της συλλογικής λήθης το μακάβριο γεγονός. Η ιστορία της Παργινόσκαλας συγκροτείται, από το συγγραφέα, μεθοδικά, σπυρί σπυρί, σαν να προκύπτει από τις επίμονες προσπάθειες ενός μυρμηγκιού.

   Η Παργινόσκαλα η ίδια ήταν μια κατάρα για τους ανθρώπους της πόλης. Η πόλη χωρίστηκε στα δύο και επικράτησε η αλόγιστη βία.

Γιατί οι άνθρωποι τιμωράνε τους πεθαμένους και μετά τον θάνατό τους;

   Οι νεκροί μας εκδικούνται, οφείλουμε να κάνουμε κάτι, να ηρεμήσουν… Χρειάζεται να σκαλίσουμε την μνήμη, να αποκαταστήσουμε την μνήμη των εκτελεσμένων. Εκείνο που θέλουν οι νεκροί είναι να τους θυμούνται. Μάταιος κόπος. Οι πληγές δεν κλείνουν, ιδίως τα ψυχικά τραύματα. Όσοι άνθρωποι μιλήσαν για αυτό το γεγονός τους βοήθησε να ξεφορτώσουν όσα κουβαλούσαν ανομολόγητα τόσα χρόνια. Τους έδωσε την ευκαιρία μετά από εβδομήντα δύο χρόνια να μιλήσουνε για τους νεκρούς, που ως τώρα τους είχανε κρυμμένους στα υπόγεια της σκέψεις τους. Σαν να κουβαλούσαν τόσα χρόνια ένα μυστικό, μια κατάρα.

   Πάνω σε ανοιχτούς τάφους δοκιμάζονται όλες οι σχέσεις και θέλει πολύ χρόνο για να γεφυρωθούν οι διαφορές.

   Γιατί η πόλη να μην τους βάλει επίσημα στην τοπική ιστορία;

   Αν δεν μπορούμε να μιλήσουμε για το παρελθόν χωρίς φερετζέ, τότε τι μέλλον έχουν οι νέοι σε αυτόν τον τόπο. Οι νέοι δεν μπορούν να ακούσουν την ιστορία του τόπου τους. Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν, σβήνουμε και κάτι από το μέλλον μας. Και αυτοδικαζόμαστε να γίνουμε όχι το παρελθόν του μέλλοντός μας, αλλά το παρελθόν κάποιων άλλων.

Μπορούν όμως οι νέες γενιές να χτίσουν το καινούργιο πάνω σε ανοιχτούς τάφους; Μπορεί να φτιαχτεί μια δίκαιη κοινωνία πάνω στη λησμονιά;

  Το παρελθόν συχνά αφήνει σημάδια που επουλώνονται όχι μόνο με τη λήθη, αλλά κυρίως με την αναΰφανση της μνήμης, η οποία θα βάλει τα πράγματα στη θέση τους και τα πάθη θα ανακουφιστούν θεραπευμένα.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ως άνθρωποι είμαστε φτιαγμένοι από αστερόσκονη , φτιαγμένοι από «το υλικό των ονείρων» (Σέξπιρ) αλλά και από αναμνήσεις και μνήμες…

Αντιμέτωποι με αυτούς που θέλουν να επιβάλουν τη σιωπή προτείνουμε να χειροκροτήσουμε όλοι μαζί τις δυνάμεις της ζωής.

Είναι ένα συγκλονιστικό βιβλίο γεμάτο σκιές, φαντάσματα και μνήμες. Είναι μια πορεία μνήμης, λήθης κατάθεσης, και αυτογνωσίας.

Ρέουσα αφήγηση, άρτια τεχνική, γλαφυρότητα και, ίσως πάνω από όλα, υφέρπον συναισθηματικό βάρος που χρωματίζει, χωρίς να πνίγει, την γραφή του συγγραφέα.

Ο Βαγγέλης Αυδίκος ιστορεί με λογοτεχνική δεινότητα τα τραγικά συμβάντα, ερευνώντας τα προηγουμένως εξονυχιστικά επί χρόνια. Το πόνημά του διαβάζεται απνευστί. Ο Αυδίκος ξεδιπλώνει έξοχα τα συμβάντα με ανυπόκριτο έρωτα για τον τόπο του δράματος.  Μπαίνει στην Ιστορία της Πρέβεζας σαν  να’ ναι σε ναρκοπέδιο. Δεν διδάσκει Ιστορία, σε απορροφά το μυθιστορηματικό υλικό. Και αυτή η περιήγηση, μας βγάζει στο ξέφωτο της καλής λογοτεχνίας αξιώσεων. Μια λογοτεχνία που λάμπει και που έχει το χάρισμα να σε γοητεύει, να σε ανακουφίζει και να σε απελευθερώνει , να σε προβληματίζει και να σε κάνει να νιώθεις πλήρης, να σου ανακαλύπτει την αληθινή πλευρά των πραγμάτων στην ιστορική τους διάσταση και να σου δίνει την εντύπωση ότι το’ πιασες το όνειρο , αφομοιώνοντας τα νοήματα της ζωής και του θανάτου.

Μια αληθινή, συγκλονιστική ιστορία.

Κώστας Τραχανάς

Οι τελευταίες Πεντάρες

Μυθιστόρημα

συγγραφέας:Βαγγέλης Αυδίκος 

Isbn: 978-960-579-069-1

Διαστάσεις: 14Χ21 

Σελίδες:360
Λιανική Τιμή: 15,00 ευρώ