Κυβερνώντες Ε.Π.Ε.

Κυβερνώντες Ε.Π.Ε.

Την τριετία 2010-2012 η χώρα έζησε και συνεχίζει να ζει τη χειρότερη μεταπολεμική κρίση με συνέπειες που μόνο με αυτές της μικρασιατικής καταστροφής μπορούν να συγκριθούν. Όμως καμιά κρίση δεν είναι κεραυνός εν αιθρία.

Ωριμάζει στην εποχή των «παχιών αγελάδων» που προηγούνται αυτής. Στην περίοδο των «ισχνών αγελάδων», δηλαδή στο διάστημα εξέλιξης της κρίσης και για όσο διαρκεί αυτή, γεννιέται ένας νέος κύκλος. Στο διάστημα αυτό εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι προβληματίζονται, αναρωτιούνται «πως φτάσαμε ως εδώ» και δικαιολογημένα ανησυχούν για το αύριο και το τι θα φέρει αυτό. Το αύριο όμως καθορίζεται ήδη από σήμερα. Και όχι μόνο σε ό,τι αφορά το κόστος της κρίσης και ποιοι θα πληρώσουν «το μάρμαρο» αλλά και ποιοι κανόνες, ποιες δυνάμεις, ποια συμφέροντα και τελικά ποιες ιδέες και πολιτικές θα κυριαρχήσουν στη μετά την κρίση εποχή. 

Στα χρόνια των «παχιών αγελάδων». Οι περισσότεροι δεν είχαν καν στη σκέψη τους την αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων που θα τις προτιμούσαν για λόγους κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης, οικονομικής αποτελεσματικότητας. Για να απασχολήσει κάποιον μια οποιαδήποτε εναλλακτική πρόταση, πρέπει πρώτα και πάνω απ’ όλα να διακρίνει την ανάγκη να υπάρξει τέτοια. Πολλοί άνθρωποι αποδεχόντουσαν τις παραδεδεγμένες απόψεις, αφού αυτό ήταν το εύκολο. Πίστευαν ή έστω προτιμούσαν περισσότερο αυτό που βόλευε τους πολλούς. Σήμερα μπορεί να μην έχει δημιουργηθεί ακόμα ένα πλειοψηφικό κοινωνικό υποκείμενο αποφασισμένο να στηρίξει την αποκαθήλωση, αλλά η μεγάλη πλειονότητα αντιλαμβάνεται πως με παλιά και φθαρμένα υλικά δεν χτίζεται το νέο. Κι αυτό από μόνο του είναι πολύ ελπιδοφόρο.

Κυβερνώντες Ε.Π.Ε.

Συγγραφέας: Χρήστος Γιαννίμπας
Isbn:978-960-9692-23-6
Σελίδες: 380
Λιανική Τιμή: 19,17 ευρώ

 

 Είπαν για το Βιβλίο: 

Λαοκράτης Βάσσης αίθουσα Auditorium, 04.12.2013

     α. Η σωστή ανάγνωση της ομιχλώδους πραγματικότητάς μας, σ’ αυτό το πολύ σκοτεινό σταυροδρόμι της ιστορίας μας, είναι απ’ τις βασικές προϋποθέσεις για να καταλάβουμε τι και γιατί μας συμβαίνει και, συνακόλουθα, για να βρούμε πέρασμα προς το μέλλον. 

     Γιατί, παρά την εντύπωση που δημιουργεί η πληθωριστική πληροφόρηση και μαζί της οι πληθωριστικές αναλύσεις απ’ τα κυρίαρχα συστημικά Μ.Μ.Ε., έντυπα και ηλεκτρονικά, έχουμε τεράστιο έλλειμμα πολιτικής ενημέρωσης και πολύ περισσότερο τεράστιο έλλειμμα  πολιτικών αναλύσεων. Τεράστιο έλλειμμα σοβαρών πολιτικών αναλύσεων, με ό,τι αυτονοήτως αυτό σημαίνει αλλά και συνεπάγεται, σύγχυση δηλαδή προσανατολισμών και αμήχανο φυγοκεντρισμό στη βάση της κοινωνίας μας, όπου όλοι διαπιστώνουμε πως, παρ’ότι η αγανάκτηση του κόσμου είναι ο κοινός παρονομαστής, οι αριθμητές κοιτάζουν προς όλα τα σημεία του ορίζοντα. 

     Γι’ αυτό, σοβαρές πολιτικές αναλύσεις, όπως οι περιεχόμενες στο βιβλίο του Χρήστου Γιαννίμπα: «Κυβερνώντες ΕΠΕ», συνιστούν πολύτιμη συνεισφορά ακριβώς στο να αντιμετωπίσουμε τη σύγχυση προσανατολισμών και τον αμήχανο φυγοκεντρισμό στη βάση της κοινωνίας μας. Που σημαίνει  πολύτιμη συνεισφορά για να κατακτήσουμε την πειστική ηγεμονική πολιτική πρόταση, που, σαν βελόνα πυξίδας, θα μας προσανατολίσει να βγούμε απ’ τα αδιέξοδά μας. 

     Για την πολύτιμη συνεισφορά του βιβλίου θα προσπαθήσω να σας υποψιάσω με τη σύντομη παρουσίασή του. 

     β. Θα ήθελα όμως, μου το επιβάλλει η φιλολογική μου ιδιότητα, να μην αρχίσω απ’ το περιεχόμενό του, που προφανώς αυτό ενδιαφέρει, αλλά από τη γλώσσα του. Για να μιλήσω όχι μόνο για τη σωστή της χρήση, που σε κάθε περίπτωση είναι πράξη υψηλής πνευματικής ευθύνης, άρα και πολιτικής, αλλά για το ιδιαίτερο γλωσσικό ύφος που ως ποιοτικό γνώρισμα του βιβλίου, διευκολύνει με τον καλύτερο τρόπο την πρόσληψη του περιεχομένου του. Πρόκειται για καλή γραφή, που τη χαρακτηρίζει μια άνετη λαϊκότητα, με την αμεσότητα και το ήθος που συνοδεύουν πάντοτε τη γνήσια λαϊκότητα. Θα την αποκαλούσα «κουβεντιαστή» γραφή, καθώς, διαβάζοντας νομίζεις πως ο συγγραφέας είναι δίπλα σου και σου μιλάει, αναλύοντάς σου ακόμα και πολύ σύνθετα θέματα της πολιτικής μας ζωής.  Όχι πως δεν μπορεί να «σφίξει» τη γραφή του. Το κάνει άλλωστε κι αυτό όταν απαιτείται, χωρίς φυσικά να προδίδει τη λαϊκότητα του ύφους του. 

     γ. Αφήνω όμως τη γλώσσα του βιβλίου και περνάω στο περιεχόμενό του, που είναι δύσκολο να παρουσιαστεί, χωρίς να αδικηθεί. Κι αυτό γιατί είναι τέτοιο το εύρος των θεμάτων και ο πλούτος των αναλύσεων, που δεν σου αφήνουν περιθώρια έστω και περιληπτικής συμπύκνωσής τους. Γι’ αυτό, μαζί με τον στοιχειώδη υπομνηματισμό της θεματολογίας, απλώς θα προσπαθήσω να αναδείξω τη βαθύτερη λογική που το διαπερνά και που είναι απότοκος ενός καλού φιλοσοφικού και ιδεολογικού υποστρώματος, αλλά και πολύτιμη πρώτη ύλη της ζητούμενης φιλοσοφίας και ιδεολογίας για την Αριστερά και τον τόπο μας. Μια ανήσυχη, παρά την επιφανειακή ηρεμία της γραφής, και αγωνιώδης λογική, που είναι διαλεκτική και αδογμάτιστη. 

     γ1.Τι περιέχει, λοιπόν, θεματολογικά το βιβλίο; Με αντικείμενο πολιτικής μελέτης την «τροϊκανή τριετία», περίπου αναλύει ό,τι αυτά τα χρόνια συζητάμε απ’ μια άκρη της Ελλάδας ως την άλλη. Δίκην μικρής πολιτικής εγκυκλοπαίδειας, έχει ως θέματά του όλα τα ανοιχτά και καυτά θέματα της τριετίας, που τα προσεγγίζει με επάρκεια, χωρίς να «επιδεικνύεται», ούτε η επιστημονική του λογική ούτε η ιδεολογική του ματιά. Το πρώτο μέρος, που είναι το μεγαλύτερο και σημαντικότερο, αν μπορώ να αποφανθώ, είναι αυτό στο οποίο ανατέμνεται η οδυνηρή «τροϊκανή τριετία», με έναν τρόπο που απογυμνώνει πλήρως τη μνημονιακή στρατηγική και τα στερεότυπα του μνημονιακού «μονόδρομου». Οι τίτλοι των ενοτήτων: πολιτική, πολιτικοί, διαπραγμάτευση, αχρείοι πολίτες, νεοφιλελευθερισμός, περισσότερο όμως οι υπότιτλοί τους, όπως, για παράδειγμα, «μονόδρομοι» και ιστορικές αναγκαιότητες,  Πυραμίδα δικαίου και Π.Ν.Π, επίορκες ηγεσίες, κατά φαντασίαν διαπραγματευτές, συμμετοχή δημοκρατία χωρίς συμμετοχή, μεταρρυθμίσεις, εκσυγχρονιστικό δούλεμα, νόμισμα ευρώ ή δραχμή, νόμισμα και χρεοκοπία, υποτίμηση, ανταγωνιστικότητα, ανάπτυξη, φιλελευθερισμός, νοεφιλελεύθερες  δοξασίες, ιδιωτικό vs δημόσιο, θεοποίηση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, είναι αρκούντως προαγγελτικοί του περιεχομένου που ακολουθεί και που πραγματικά, μαζί και με το δεύτερο  μέρος, κάνει το βιβλίο κάτι, όπως είπα, σαν μικρή πολιτική εγκυκλοπαίδεια των βασικότερων θεμάτων της τρέχουσας πολιτικής μας ζωής. Στο δεύτερο μάλιστα μέρος ο συγγραφέας κάνει προτάσεις εκτεινόμενες σε τρεις χαρακτηριστικές ενότητες: Σύνταγμα, Εκλογές, Ανεξάρτητες Αρχές, με πολύ ενδεικτικούς κι εδώ υπότιτλους, όπως, για παράδειγμα, πρωθυπουργικό πολιτικό σύστημα, μοιχεία πολιτικής και δικαιοσύνης, συνταγματικό δικαστήριο, εκλογικός νόμος, παθογένειες Ανεξάρτητων Αρχών, προτάσεις για ένα νέο συνδικαλιστικό κίνημα. Τη θεματολογία ολοκληρώνει η συμπληρωματική προσθήκη τριών παραρτημάτων, όπου, στο δεύτερο, και τα δωρικής λιτότητας κείμενα του κορυφαίου συνταγματολόγου μας Γιώργου Κασιμάτη, που τεκμηριώνει με στέρεο επιστημονικό λόγο τον ακολουθητέο δρόμο, στηριζόμενος στο σύνταγμα, το ευρωπαϊκό και το διεθνές δίκαιο, για να βγάλει η χώρα μας την τροϊκανή «χανάκα» απ’ το λαιμό της. 

     γ2. Ποια, τώρα, είναι η βαθύτερη λογική του βιβλίου, που ήδη την έχω χαρακτηρίσει απότοκο ενός καλού φιλοσοφικού και ιδεολογικού υποστρώματος αλλά και πολύτιμη πρώτη ύλη της ζητούμενης φιλοσοφίας και ιδεολογίας, ή, αλλιώς, της ζητούμενης μεγάλης στρατηγικής για την Αριστερά και τον τόπο μας. Γιατί, ό,τι κι αν λέμε, αυτή η μεγάλη στρατηγική, που θα μας προσανατολίσει και θα σηματοδοτήσει την υπέρβαση των αδιεξόδων μας, είναι και το μεγάλο μας ζητούμενο. Διαβάζοντας, λοιπόν, το βιβλίο όλο και περισσότερο συνειδητοποιούσα πως το κύριο γνώρισμα της λογικής που το διαπερνά είναι ότι έχει πολύ οξυγόνο.  Ότι είναι μια ανοιχτή, μια ευρύχωρη αριστερή λογική, που καθόλου δεν σχετίζεται με την πολύ συνήθη κουραστική λογική, μεταφυσική στο βάθος της, των περισσοτέρων αριστερών κομματικών κειμένων και όχι μόνο. Άμεσο συνακόλουθο αυτού του γνωρίσματος είναι το ότι, ενώ ανατέμνει την οδυνηρή τροϊκανή πραγματικότητα, γιατί ο συγγραφέας κάθε άλλο παρά είναι ένας ουδέτερος κριτής, όχι μόνο δεν σε εγκλωβίζει στα όρια της ανάλυσής του αλλά και σου ανοίγει ορίζοντες διαλόγου τόσο με αυτό που λέει όσο και με αυτό που απογυμνώνει, με τις απόψεις του δηλαδή από τη μια και με τις οδυνηρές μνημονιακές πολιτικές από την άλλη. Με την τέχνη του καλού δασκάλου, «διαλέγεται» με τον αναγνώστη, κάνοντάς τον συμμέτοχο στους προβληματισμούς του, έτσι που αυτός να τους συνεχίζει και μετά την ανάγνωση, όπως συμβαίνει με όλα τα καλά βιβλία. Και διαλέγεται από σκοπιά, από αριστερή σκοπιά. Όχι όμως τόσο από τη σκοπιά της δεδομένης Αριστεράς, παρ’ ότι πατάει στο έδαφος της ριζοσπαστικής της εκδοχής, όσο, επιτρέψτε μου να πω, μιας αριστεράς που «ψάχνει και ψάχνεται» και που ανασαίνεις τις αναζητήσεις της στην προειρημένη λογική και στο συνακόλουθό της πνεύμα του βιβλίου.
     Τα καλά μου λόγια για το πόνημα του Χρήστου Γιαννίμπα καθόλου δεν σημαίνουν πως δεν υπάρχουν επί μέρους αποκλίσεις και διαφοροποιήσεις ή ανοιχτά προς συζήτηση θέματα από τις προσεγγίσεις του, όπως, ας πούμε, επί των προτάσεών του στο δεύτερο μέρος του. Υπάρχουν και είναι πολλές. Επειδή όμως θα ακολουθήσει αμέσως μετά, στην τρίτη και τελευταία ενότητα της παρουσίασής μου, το στίγμα του δικού μου διαλόγου με την ουσία του βιβλίου, θα σας δώσω εδώ, μέσα από ένα μικρό δείγμα χαρακτηριστικών του απόψεων, μια ελαχίστη γεύση απ’ την πολιτική σκέψη του συγγραφέα. Διαβάζω λοιπόν: Στο ιστορικό γίγνεσθαι δεν υπάρχουν μονόδρομοι και αναγκαιότητες, υπάρχουν μόνο δυνατότητες. Κι ο σοσιαλισμός είναι μια απ’ αυτές – Η πολιτική είναι ο προνομιακός χώρος των πολιτών – Αν η κυβερνητική εξουσία είναι η αναγκαία συνθήκη, η συμμετοχή και στήριξη του λαού είναι αυτή που την καθιστά και ικανή – Οι μνημονιακές ηγεσίες είναι όλες επίορκες – Ο καταναλωτής της πραγματικότητας έχει μετατραπεί σε καταναλωτή της δυνατότητας. Μεταλλάχτηκε απ’ το «αγοράζω ό,τι είμαι» στο «είμαι ό,τι αγοράζω» –  Το οικονομικό μοντέλο μετεξελίσσεται σε πυραμίδα αναδιανομής δανεικών με μεγάλο ωφελημένο το χρηματοπιστωτικό σύστημα – Η εσωτερική υποτίμηση και ο υπολογισμός της ύφεσης δεν ήταν λάθος, αλλά το μέσο για τη φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας και τη βίαιη προσαρμογή. 

     δ. Κι έρχομαι στο στίγμα του δικού μου διαλόγου περισσότερο με αφορμή τη βαθύτερη λογική του βιβλίου, κατά έναν τρόπο και με αφορμή τον πρόλογο του Αλέξη Τσίπρα, που το τιμά. Με δεδομένη, λοιπόν, πάντοτε, ό,τι κι αν λέμε, την στρατηγική αμηχανία του τόπου μας, συνακόλουθος της οποίας είναι ο προαναφερθείς στην εισαγωγή μου αμήχανος φυγοκεντρισμός στη βάση της κοινωνίας μας, που αυτή ακριβώς, η στρατηγική αμηχανία, εξηγεί και το γιατί δεν «ξεσηκώνεται» ο λαός μας, όπως τον μέμφονται, συνήθως από την πολυθρόνα τους, οι εύκολοι κριτές του, θα ήθελα να τονίσω: 

     Πρώτον, πως δεν έχουμε συνειδητοποιήσει εις βάθος τι όριο είναι για τον τόπο μας η χρεοκοπία της Μεταπολίτευσης, καθώς κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε ότι, αν δεν έχει συντελεστεί, έχει ήδη αρχίσει η αναίρεση του ανεξαρτησιακού διατακτικού της ύπαρξής μας. Αρκεί να σκεφτούμε πως ο πρωθυπουργός της χώρας μας απευθύνθηκε με διάγγελμά στο λαό, για να του ανακοινώσει το εθνικώς… χαρμόσυνο γεγονός πως η «αγία τρόϊκα» επέτρεψε να κατεβάσουμε τον Φ.Π.Α. στην εστίαση! Κι ούτε έχουμε πλήρη επίγνωση, μηδέ εξαιρουμένης, όπως δείχνουν οι αντιδράσεις της, και της πολιτικής μας πρωτοπορίας, πως, πέραν της οδυνηρά βιούμενης οικονομικής της διάστασης, η «χρεοκοπία» έχει αγγίξει και το ίδιο το πολιτιστικό μας κύτταρο, τον ίδιο τον αξιακό πυρήνα της εθνικής μας συλλογικότητας, που αυτό είναι σίγουρα πολύ μεγαλύτερο πρόβλημά μας απ’ το οικονομικό, αν υπό μιαν έννοια δεν βρίσκεται εκεί και η βαθύτερη ρίζα του. Όπως, παρομοίως, δεν έχουμε και βαθιά επίγνωση των εθνικών κινδύνων που ελλοχεύουν. Θα πω κάτι βαρύ, επιτρέψτε μου, που είναι και έλλογος φόβος μου: η χρεοκοπία της Μεταπολίτευσης θέτει σε κίνδυνο την ίδια την ελλαδική μας υπόσταση.  Κι είναι τραγική ψευδαίσθηση το να την αντιμετωπίζουμε ως οδυνηρή μεν κανονικότητα δε στην πορεία μας προς το μέλλον.  Δεύτερον,  τούτων δοθέντων, δεν έχουμε άλλη επιλογή: ή διαχειριζόμαστε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, την τροϊκανή υποτέλεια ή επικαιροποιώντας και το αξιακό διατακτικό της παλιγγενεσίας μας, σε λίγο θα γιορτάσουμε τα 200 χρόνια της, αποφασίζουμε να αποκαταστήσουμε την εθνική μας αξιοπρέπεια και δι’ αυτής την κανονικότητα  της ιστορικής μας εξέλιξης.  Αλλά αυτό είναι το μεγάλο ιστορικό χρέος της σπονδυλούμενης απ’ την Ριζοσπαστική Αριστερά (ΣΥ.ΡΙΖ.Α.) πολιτικής μας πρωτοπορίας, αφού οι ένοχες ηγεσίες του δικομματισμού, αφήνοντας κατά μέρος τις προσχηματικές τους αντιπαλότητες, προσχώρησαν στη διαχειριστική στρατηγική της υποτέλειας, την οποία και εμφανίζουν στο λαό ως εθνικό μονόδρομο.  Κι είναι η ίδια η πολιτική μας πρωτοπορία που, με δεδομένη και την προκριματική απόφανση του λαού στις τελευταίες εκλογές, πρέπει να τον πείσει πως, έχοντας αφήσει πίσω τα δικά της βαρίδια, είναι έτοιμη να αναδεχτεί την εκπλήρωση, μαζί του πάντοτε, αυτού του μεγάλου χρέους, που συνυφαίνεται με την αναθεμελίωση, την ανόρθωση και την αναγέννηση του τόπου μας, και που έχει ως πρώτη της πράξη, ως πρώτο της μεγάλο βήμα, την έξοδό μας απ’ το βαθύ τροϊκανό χαντάκι. Επειδή όμως δεν μπορώ να επεκταθώ στα εκ των ουκ άνευ προαπαιτούμενα αυτής της εκπλήρωσης, όπου προτάσσεται η πειστική αποσαφήνιση της εθνικής της στρατηγικής και μαζί του πειστικού «υποκειμένου» υλοποίησής της, με έκδηλη την αγωνία μου που είμαστε πίσω απ’ το βηματισμό της ιστορίας, θα ολοκληρώσω με έναν κρίσιμο αφορισμό που έρχεται από την εαμική σοφία, ειδικότερα απ’ την πατριωτική σοφία του «Τι είναι και τι θέλει το Ε.Α.Μ.»:όταν τα προβλήματα είναι εθνικά και οι λύσεις είναι εθνικές! 

Λαοκράτης Βάσσης αίθουσα Auditorium, 04.12.2013